< 1 ἀνώϊστος
Ἀνωλάτας >
2 ἀνώϊστος
,
-ον
elevado
,
levantado
ἢν (
sc
. ἡ ὑστέρη) ἐξαπίνης ἀνώϊστος γένηται
Aret.
SA
2.11.2,
κλάδοι
Epic.Alex.Adesp
.3.1.